- ενήργησαν
- van actuar
Griechisch-Katalanisch Wörterbuch.
Griechisch-Katalanisch Wörterbuch.
ἐνήργησαν — ἐνεργέω to be in action aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτοβουλία — η, Ν 1. το να ενεργεί κανείς με δική του θέληση, απόφαση οφειλόμενη αποκλειστικά στην ελεύθερη κρίση και θέληση τού προσώπου που ενεργεί («ενήργησαν με δική τους πρωτοβουλία») 2. η αρχική έμπνευση και ενέργεια για την επιτέλεση ενός έργου («σ… … Dictionary of Greek